- γιορντάνι
- το(λ. τουρκ.), περιδέραιο στολισμένο συνήθως με νομίσματα: Της χάρισε ένα γιορντάνι κειμήλιο από την προγιαγιά του.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
γιορντάνι — και γιουρντάνι και γκερντάνι, το περιδέραιο και ειδικότερα αυτό που αποτελείται από χρυσά ή ασημένια νομίσματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. gerdan ή gerden «το μπροστινό μέρος του λαιμού»] … Dictionary of Greek
γιορντανάτος — η, ο [γιοοντάνι] 1. αυτός που φοράει γιορντάνι στον λαιμό* 2. (για πουλιά και ζώα) εκείνος που έχει στον λαιμό πούπουλα ή τρίχωμα με διαφορετικό χρώμα … Dictionary of Greek
γκερντάνι — το 1. βλ. γιορντάνι 2. προγούλι. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. gerdan «λαιμός, περιδέραιο»] … Dictionary of Greek
κολαΐνα — η (Μ κολάϊνα) κόσμημα που φοριέται στον λαιμό, περιδέραιο, γιορντάνι, κολιέ. [ΕΤΥΜΟΛ. < βεν. colagna] … Dictionary of Greek
gherdan — GHERDÁN, gherdane, s.n. (înv.) Şirag de mărgele, de mărgăritare, de pietre scumpe sau de galbeni (3). [var.: ghiordán s.n.] – Din tc. gerdan gât , gerdanlick colier . Trimis de gall, 13.09.2007. Sursa: DEX 98 GHERDÁN s. v. colan, colier, salbă … Dicționar Român
περιδέραιο — το κόσμημα πού φοριέται στο λαιμό, γιορντάνι, κολιέ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)